Dr. Παναγιώτης Μαλάμος

Διεύθυνση:

Βασ. Σοφίας 82, Αθήνα

Περιγραφή

Είναι μια χειρουργική επέμβαση, όπου αφαιρείται με ειδική τεχνική ο θολός κρυσταλλοειδής φακός του ματιού και αντικαθίσταται απο άλλο ενδοφακό. Η θόλωση του φακού καλείται καταρράκτης και προκύπτει απο διάφορες αιτίες, κυριότερη των οποίων είναι η ηλικία και ακολουθούν άλλες όπως ραγοειδίτιδες, λήψη κορτιζόνης ή συγγενής καταρράκτης.

Πότε γίνεται η επέμβαση

Το βασικό κριτήριο είναι η οπτική οξύτητα, όπου συνήθως πρέπει να μειωθεί η όραση περίπου στα 5/10 και κάτω για να γίνει η επέμβαση. Σε συγκεκριμένες περιπτώσεις μπορεί να γίνει και νωρίτερα, εάν το επιθυμεί ο ασθενής, ή ο τύπος του καταρράκτη είναι τέτοιος που προκαλεί πρώϊμα πολύ ενοχλητικά συμπτώματα (οπίσθιος υποκαψικός καταρράκτης). Σήμερα, ο κανόνας είναι να μην αφήνεται να προχωρήσει ο καταρράκτης πολύ, ώστε να μην σκληραίνει ο φακός, γεγονός που δυσχεραίνει τεχνικά την επέμβαση με την καινούρια μέθοδο της φακοθρυψίας.

Οδηγίες πριν την επέμβαση

Συνήθως δεν χρειάζεται διακοπή της φαρμακευτικής θεραπείας των ασθενών πριν την επέμβαση. Εξαίρεση αποτελούν τα φάρμακα για τον προστάτη στους άνδρες, τα οποία καλό θα έιναι να διακοπούν κάποιες ημέρες πριν, ώστε να περιοριστεί το σύνδρομο της χαλαρής ίριδας που προκαλούν, ώστε το χειρουργείο να είναι τεχνικά πιο εύκολο. Σήμερα η αναισθησία στον καταρράκτη γίνεται με σταγόνες και σπανίως πλέον με παραβόλβιες ενέσεις. Συνεπώς, δεν απαιτείται υποχρεωτικά διακοπή τυχόν αντιπηκτικής αγωγής, ανάλογα βέβαια και με την κρίση του χειρουργού. Κατά τα άλλα, μπορεί να γίνει και μια καρδιολογική εκτίμηση με κάποιο καρδιογράφημα, χωρίς να ειναι απαραίτητο σε νεότερους ασθενείς, ή σε όσους εχουν ελεύθερο καρδιολογικό ιστορικό.

Πώς γίνεται η επέμβαση

Η επέμβαση γίνεται σε ειδικά διαμορφωμένο χειρουργικό χώρο. Η διάρκειά της είναι συνήθως 20-30 λεπτά περίπου, υπο την προϋπόθεση πως δεν υπάρχουν επιπλοκές. Η επέμβαση γίνεται με τοπική αναισθησία με σταγόνες. Αρχικά γίνονται δύο μικρές τομές στον κερατοειδή, περίπου 3 και 1,5 χιλιοστά αντίστοιχα, μέσω των οποίων γίνεται η είσοδος στον πρόσθιο θάλαμο του ματιού. Εν συνεχεία, αφαιρείται η πρόσθια κάψα του φακού με τη διαδικασία της καψουλόρηξης με λεπτή βελόνα. Κατόπιν διαχωρίζεται ο φλοιός και ο πυρήνας του φακού απο την κάψα με έγχυση ορού, δηλαδή γίνεται ο υδροδιαχωρισμός. Κατόπιν, ακολουθεί η φακοθρυψία, δηλαδή ο θρυμματισμός του πυρήνα του φακού με ειδικό στυλεό υπερήχων, και ακολουθεί η πλύση και αναρρόφηση των υπολειμάτων του φλοιού. Το τελευταίο στάδιο είναι η ένθεση του ενδοφακού, δηλαδή του ειδικού συνθετικού φακού που έχει προεγχειρητικά μετρηθεί, ώστε ιδανικά να μην υπάρχει μετά την τοποθέτησή του διαθλαστικό σφάλμα με στόχο την καλύτερη δυνατή μακρινή όραση χωρίς γυαλιά (εάν είναι δυνατό). Εφόσον όλα πάνε καλά, η επέμβαση τελειώνει με το κλείσιμο των τομών χωρίς ράμματα.

Οδηγίες μετά την επέμβαση

Την πρώτη μετεγχειρητική μέρα συστήνεται η αποφυγή σωματικής κόπωσης, όπως το σήκωμα βάρους. Θα πρέπει το μάτι να μην έρθει σε επαφή με νερό της βρύσης ή θαλασσινό για περίπου 10 ημέρες. Απο την δευτερη μετεγχειρητική ημέρα, και για περίπου ένα μήνα, θα πρέπει να γίνεται ενστάλλαξη κολλυρίων, τα οποία είναι  αντιβιοτικό (10 ημέρες) και κορτιζόνη (εώς 1 μήνα), ενίοτε και μη στεροειδές αντιφλεγμονώδες. Σε κάποιες περιπτώσεις μπορούν αν δοθούν για 1-2 ημέρες χάπια για αποφυγή μετεγχειρητικής οφθαλμικής υπερτονίας.

Επιπλοκές

Κατά κανόνα η επέμβαση είναι πολύ ασφαλής (αλλά όχι απολύτως).
Οι διεγχειρητικές επιπλοκές (κατά τη διάρκεια του χειρουργείου) μπορεί  να είναι συνηθέστερα:

  1. Η ρήξη του οπισθίου περιφακίου με διαφυγή υαλοειδούς στον πρόσθιο θάλαμο.
  2. Η πτώση του πυρήνα του κρυσταλλοειδούς φακού στην υαλοειδική κοιλότητα.

Η πρώτη περίπτωση διορθώνεται άμεσα με ειδικές τεχνικές και εν συνεχεία ο ενδοφακός στερεώνεται σε διαφορετική θέση. Στη δεύτερη περίπτωση απαιτείται άλλη διορθωτική επέμβαση υαλοειδεκτομής άμεσα ή μετά απο λίγες ημέρες.

Οι μετεγχειρητικές επιπλοκές (μετά την επέμβαση) περιλαμβάνουν:

  1. Την μετεγχειρητική υπερτονία, αύξηση δηλαδή της πίεσης του ματιού απο παραμονή ή ατελή πλύση των ειδικών ιξωδοελαστικών συσκευών που χρησιμοποιούνται στο χειρουργείο. Προληπτικά μπορούν να δοθούν χάπια ακεταζολαμίδης ή σε πιο σοβαρές περιπτώσεις να γίνει παρακέντηση της χειρουργικής τομής στη σχισμοειδή λυχνία.
  2. Την μετεγχειρητική ενδοφθαλμίτιδα, δηλαδή φλεγμονή του ματιού λόγω κάποιου μικροβίου. Αυτή είναι η σοβαρότερη επιπλοκή και απαιτεί άμεση θεραπεία με αντιβιοτικά που εγχύονται μέσα στην υαλοειδική κοιλότητα του ματιού.
  3. Θόλωση του κερατοειδούς λόγω ανεπάρκειας-βλάβης του ενδοθηλίου του κερατοειδούς, κατάσταση που μπορεί να οδηγήσει σε φυσαλιδώδη κερατοπάθεια.
  4. Το μετεγχειρητικό οίδημα της ωχράς κηλίδας (Irvine-Gass), όπου μερικές εβδομάδες ή μήνες μετά την επέμβαση σχηματίζεται οίδημα στην ωχρά κηλίδα. Αυτό συνήθως υποχωρεί απο μόνο του και είναι καλής πρόγνωσης, όμως αντιμετωπίζεται και με σταγόνες αντιφλεγμονώδεις ή παραβόλβιες ενέσεις κορτιζόνης. Σε σοβαρές ανθεκτικές περιπτώσεις οι ενέσεις κορτιζόνης γίνονται μέσα στο μάτι.
  5. Η θόλωση του οπισθίου περιφακίου (δευτερογενής καταρράκτης), όπου η το οπίσθιο περιφάκιο, η λεπτή μεμβράνη δηλαδή που χωρίζει τον πρόσθιο θάλαμο απο την οπίσθια κοιλότητα του υαλοειδούς και στηρίζει τον ενδοφακό, θολώνει μετά απο κάποιους μήνες ή χρόνια και προκαλεί εκ νέου μείωση της όρασης. Η κατάσταση αυτή αντιμετωπίζεται σχετικά εύκολα με την σχίση αυτής της μεμβράνης με χρήση ειδικού λέιζερ (YAG-laser)
  6. Αποκόλληση αμφιβληστροειδούς (ψευδοφακική αποκόλληση), η οποία μπορεί να συμβεί κάποιες εβδομάδες ή και μήνες μετά το χειρουργείο και πάντως σε ένα εύλογο διάστημα μετά την επέμβαση. Συνήθως συμβαίνει σε υψηλούς μύωπες, ιδιαίτερα εάν κατά την επέμβαση υπάρχει επιπλοκή (ρήξη οπισθίου περιφακίου). Η αποκατάσταση γίνεται με νέα επέμβαση υαλοειδεκτομής.