Dr. Παναγιώτης Μαλάμος

Διεύθυνση:

Βασ. Σοφίας 82, Αθήνα

Περιγραφή

Πρόκειται για την ανάπτυξη μιας έλξης ανάμεσα στην οπίσθια υαλοειδική μεμβράνη, και στην επιφάνεια της ωχράς κηλίδας, η οποία προκαλείται απο την μερική οπίσθια αποκόλληση του υαλοειδούς. To υαλοειδές παραμένει κολλημένο πάνω στην ωχρά και προκαλεί την παραμόρφωση και πάχυνση αυτής. Μπορεί να συνυπάρχει κυστικό οίδημα ή ορώδης υπέγερση της ωχράς. Ανάλογα με την έκταση της πρόσφυσης και την ύπαρξη ή όχι παραμόρφωσης της ωχράς στο κεντρικό της τμήμα (κεντρικό βοθρίο) διακρίνονται  οι κάτωθι μορφές :

  • Υαλοειδοωχρική πρόσφυση (vitreomacular adhesion), στην οποία το υαλοειδές δεν ασκεί έλξη και παραμόρφωση του περιγράμματος του κεντρικού βοθρίου
  • Υαλοειδοωχρική έλξη (vitreomacular traction), στην οποία το υαλοειδές ασκεί έλξη και παραμόρφωση στο κεντρικό βοθρίο. Αυτή η μορφή σχετίζεται συνήθως με συμπτώματα.
  • Καταστάσεις με τις οποίες μπορεί να συνδυαστεί
    • Επιαμφιβληστροειδική μεμβράνη,
    • οπή ωχράς κηλίδας.
    Συμπτώματα – Κλινική Εικόνα
    • Παραμόρφωση των ειδώλων,
    • θόλωση κεντρικής όρασης (οδήγηση, διάβασμα),
    • στράβωμα-καμπύλωση των περιγραμμάτων των αντικειμένων.
    Διάγνωση - Εξετάσεις

    Η διάγνωση γίνεται καταρχάς με βυθοσκόπηση στη σχισμοειδή λυχνία. Κατόπιν, ακολουθεί η οπτική τομογραφία συνοχής (OCT) η οποία είναι και η εξέταση εκλογής για την ακριβή διάγνωση και απεικόνιση των ανατομικών στοιβάδων της ωχράς. Υαλοειδοωχρική έλξη διακρίνεται ώς ένας χαλινός που συνδέει την οπίσθια υαλοειδική μεμβράνη με την επιφάνεια του κεντρικού βοθρίου.

    Επιπλοκές
    Αντιμετώπιση
    • Συντηρητική
      • Σε αρχόμενα στάδια, εφόσον η ανατομική παραμόρφωση της ωχράς είναι ελάχιστη ή μικρή και δεν υπάρχουν ενοχλητικά συμπτώματα εκ μέρους του ασθενούς, συνιστάται αναμονή και παρακολούθηση. Περαιτέρω αντιμετώπιση ενδείκνυται όταν προκύπτει πτώση της όρασης και παραμορφοψία, δηλαδή στράβωμα-καμπύλωση των ευθειών και των περιγραμμάτων των αντικειμένων
    • Επεμβατική
      • Σε περιπτώσεις, όπου η έλξη είναι πιο μικρής έκτασης και χωρίς την παρουσία επιαμφιβληστροειδικής μεμβράνης, με παραμόρφωση βέβαια της ωχράς και κυστικό οίδημα, έχει ένδειξη μια καινούρια θεραπεία, η ενδοϋαλοειδική έγχυση οκριπλασμίνης.
        Η οκριπλασμίνη είναι μια ουσία που προκύπτει με τεχνική ανασυνδυασμένου DNA και παράγεται έτσι ενα μόριο πανομοιότυπο με την ανθρώπινη πλασμίνη. Η πλασμίνη έιναι πρωτεολυτικό ένζυμο που συμμετέχει στους μηχανισμούς πήξης του αίματος. Με την έγχυση, λοιπόν, αυτής της ουσίας στην υαλοειδική κοιλότητα προκαλείται μια φαρμακευτική βιτρεόλυση, δηλαδή λύση της συνέχειας-έλξης του υαλοειδούς πάνω στην ωχρά κηλίδα και αποκατάσταση της αρχιτεκτονικής της. Η αποκατάσταση αρχίζει να γίνεται αντιληπτή από τον ασθενή τις πρώτες 5-7 ημέρες και ολοκληρώνεται σε διάστημα περίπου 1 μηνός.
        Η μέθοδος αυτή, σήμερα, προσφέρει τη δυνατότητα αποφυγής του χειρουργείου σε κάποιες επιλεγμένες βέβαια περιπτώσεις.
      • Όσες όμως περιπτώσεις δεν εμπίπτουν στις ενδείξεις της φαρμακευτικής θεραπείας τότε τη λύση προσφέρει η χειρουργική επέμβαση, η οποία πραγματοποιείται με υαλοειδεκτομή-βιτρεκτομή, αποφλοίωση δηλαδή τυχόν συνυπάρχουσας  επιαμφιβληστροειδικής μεμβράνης (membrane peeling) και χειρουργική πλέον εκτομή της έλξης. Εφόσον συνυπάρχει και οπή της ωχράς κηλίδας πλήρους πάχους, τότε εγχύεται και αέριο μέσα στην οπίσθια κοιλότητα του ματιού, ώστε να επιπωματίσει την οπή και να συμβάλλει στο κλείσιμο της οπής. Το αέριο απορροφάται σταδιακά σε μερικές εβδομάδες και βελτιώνεται και η όραση.
      • Πρόγνωση
        Συνήθως είναι καλή για την όραση μετά απο το χειρουργείο. Σε διάστημα μερικών εβδομάδων η οπτική οξύτητα αποκαθίσταται και κυρίως παρέρχεται το ιδιαίτερα ενοχλητικό αίσθημα της παραμορφοψίας. Η τελική όραση εξαρτάται απο την αρχική προ του χειρουργείου. Όσο καλύτερη είναι η προεγχειρητική όραση, τόσο καλύτερη και η μετεγχειρητική κατά κανόνα, ιδίως εάν δεν συνυπάρχουν καταστάσεις όπως επιαμφιβληστροειδική μεμβράνη ή οπή ωχράς. Ο ακριβής χρόνος του χειρουργείου εξαρτάται και εδώ απο τις ανάγκες και το προφίλ του ασθενούς.
    Πρόληψη – Check-up

    Δεν υπάρχουν προληπτικά μέτρα καθότι η πάθηση είναι αμιγώς οφθαλμική χωρίς συσχέτιση με συστηματικά νοσήματα. Ο έλεγχος γίνεται με την κλινική εξέταση και το OCT, περιοδικά είτε πριν είτε μετά απο χειρουργική επέμβαση.